- ορδοβίσιος
- -α, -οφρ. «ορδοβίσια περίοδος» ή, απλώς, «το ορδοβίσιο» — διάστημα τού γεωλογικού χρόνου, η δεύτερη από τις ένδεκα περιόδους τής γεωλογικής ιστορίας τού πλανήτη μας, που αποτελεί τμήμα τού παλαιοζωικού αιώνα, μετά το κάμβριο και πριν από το σιλούριο, και στη διάρκεια τού οποίου συντελέστηκαν αλλαγές στην παλαιογραφία σε παγκόσμια κλίμακα.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. ordovician < Ordovices «αρχαίοι κάτοικοι τής βόρειας Ουαλίας»].
Dictionary of Greek. 2013.